Πρεσβυωπία
Πρεσβυωπία ονομάζεται η δυσκολία ευκρινούς εστίασης σε κοντινά αντικείμενα, πχ διαβάσματος εφημερίδας, αναγνώριση αριθμών κλήσης τηλέφωνου κτλ. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται στην μείωση της ελαστικότητας του φυσικού φακού του ματιού και εμφανίζεται σταδιακά σε όλα ανεξαιρέτως τα άτομα ηλικίας άνω των 40 ετών. Παρά το ότι πρεσβυωπία εμφανίζεται πάντα, δεν επηρεάζονται όλοι στον ίδιο βαθμό για τους παρακάτω λογούς:
- Αν ένας ασθενής είχε μυωπία από νεαρή ηλικία, τότε εξακολουθεί να βλέπει καλά κοντά βγάζοντας τα μυωπικά του γυαλιά (αν έχει μικρού βαθμού μυωπία), αλλά ακόμα και μέσα από τα γυαλιά της μακρινής του όρασης για οπτικούς λογούς, μπορεί να εστιάζει κοντά ευκολότερα από ότι ένας πρεσβύωπας που δεν είχε μυωπία, και πολύ ευκολότερα από αυτόν που ενδεχομένως έπασχε από υπερμετρωπία. Πάντως το οπτικό αυτό πλεονέκτημα χάνεται όταν ένας μύωπας χρησιμοποιεί φακούς επαφής αντί γυαλιών για την μακρινή του διόρθωση.
- Ένας ασθενής που δεν είχε σημαντικού βαθμού διαθλαστική ανωμαλία (μυωπία, υπερμετρωπία η αστιγματισμό) σε νεαρή ηλικία, διατηρεί την φυσιολογική του μακρινή όραση μετά τα 40, και εξ αιτίας της μειωμένης αλλά υπαρκτής προσαρμοστικής ικανότητας που απομένει σε ένα πρεσβυωπικό μάτι, μπορεί να εξακολουθεί να έχει ικανοποιητική κοντινή όραση για εργασίες που δεν απαιτούν πολύ μικρή λεπτομέρεια η παρατεταμένη παρατήρηση. Πχ ανάγνωση καταλόγου εστιατόριου, τιμών στο super market κτλ. Φυσικά όταν πρόκειται για παρατεταμένη κοντινή εργασία, και ο εμμέτρωπας χρειάζεται να χρησιμοποιεί βοηθητικά γυαλιά πρεσβυωπίας.
- Στην περίπτωση προϋπάρχουσας υπερμετρωπίας, ένας πρεσβύωπας αντιμετωπίζει πολύ εντονότερο πρόβλημα στην κοντινή του εστίαση. Αν είχε μικρού βαθμού υπερμετρωπία (λιγότερο από 2 βαθμούς), πιθανότατα δεν χρειάστηκε να χρησιμοποιεί καθόλου γυαλιά μέχρι την ηλικία των 30 – 35 λόγο της εύκολης αντιρρόπησης του διαθλαστικού του σφάλματος από τον φυσικό φακό των ματιών του. Ο ασθενής αυτός μετά τα 30 του σταδιακά θα εμφανίσει πρώιμα πρεσβυωπικά συμπτώματα τα όποια σταδιακά θα επεκταθούν και στην μακρινή του όραση μετά τα 40, οπότε ο ανελαστικός πλέον φακός του ματιού δεν θα μπορεί να προσαρμόσει ούτε για μακριά. Τέλος, ένας ασθενής με προϋπάρχουσα μεγάλη η μετρίου βαθμού υπερμετρωπία που φορούσε γυαλιά από νεαρά ηλικία, θα χρειαστεί πρεσβυωπική διόρθωση ενωρίτερα από έναν μύωπα η έναν έμμετρωπα, καθώς τα γυαλιά υπερμετρωπίας επιβαρύνουν την προσπάθεια κοντινής προσαρμογής. Το φαινόμενο αυτό μπορεί να αποφευχθεί (θεωρητικά τουλάχιστον) με χρήση φακών επαφής.
Αντιμετώπιση πρεσβυωπίας
Για έναν ασθενή που δεν έχει σημαντική διαθλαστική ανωμαλία, και συνεπώς καλή μακρινή όραση χωρίς γυαλιά, η περιστασιακή χρήση κοντινής μόνο συνταγής γυαλιών μπορεί να δώσει λύση. Σε άτομα που ήδη χρησιμοποιούν γυαλιά για μακρινή όραση, ενσωματώνεται ένας επιπλέον φακός για κοντινή εστίαση στην υπάρχουσα συνταγή τους. Εναλλακτικά, αν χρησιμοποιούνται φακοί επαφής, ο φακός του ενός ματιού μπορεί να συνταγογραφηθει για κοντινή όραση, διατηρώντας τον άλλο για καλή μακρινή όραση.
Παρά το ότι έχουν γίνει σημαντικές πρόοδοι στον τομέα θεραπείας του φαινομένου της πρεσβυωπίας, δεν υπάρχει ακόμα μακροπρόθεσμα αποτελεσματικός τρόπος αποκατάστασης φυσιολογικής κοντινής και μακρινής όρασης με τον ίδιο αποτελεσματικό τρόπο όπως σε ένα νεαρό άτομο. Χειρουργικές μέθοδοι που αυξάνουν την καμπυλότητα του κερατοειδούς είτε με σμίλευση του με LASER είτε με θερμική συρρίκνωση της περιφέρειας του, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αντιμετώπιση της πρεσβυωπίας, αλλά το αποτέλεσμα τους συνήθως είναι παροδικό. Επίσης, πολύ λεπτά ενθέματα μπορούν να εισαχθουν μέσα στο στρώμα του κερατοειδή, μετά από διάνοιξη ενός σχισμοειδους χώρου μέσα σε αυτό με ειδικό μικροκερατομο παρόμοιο με αυτόν που χρησιμοποιείται στην μέθοδο LASIK. Τα ενθεματα αυτά εισάγονται στον μη επικρατές οφθαλμό και εστιάζουν μέρος του εισερχομένου φωτός για κοντινά αντικείμενα. Δηλαδή καθιστούν τον κερατοειδή από μονοεστιακο σε πολυεστιακο φακό, παρακάμπτοντας την ανεπάρκεια εστίασης του φυσικού φακού. Η μέθοδος αυτή είναι αποτελεσματική αλλά συνοδεύεται από μείωση ευκρινείας όρασης και συμπτώματα όμοια με αυτά που περιγράφεται στους πολυεστιακους ενδοφακους παρακάτω, και ενδέχεται να μην είναι αποδεκτή από μερικούς ασθενείς. Πάντως, εν αντιθέσει με τις μεθόδους σμίλευσης του κερατοειδούς, η επίδραση των ενθεματων αυτών είναι πλήρως αναστρέψιμη σε περίπτωση που κριθεί σκόπιμη η αφαίρεση τους.
Μετά από αφαίρεση του φυσικού φακού σε μια επέμβαση καταρράκτη υπάρχει η δυνατότητα χρήσης ενδοφακών που εστιάζουν ταυτόχρονα κοντινά και μακρυνα αντικείμενα. Έχοντας όμως δυο σημεία εστίασης, οι φακοί αυτοί πρέπει να μοιράσουν την εισερχόμενη στο μάτι φωτεινή ακτινοβολία, με αποτέλεσμα να θυσιάζουν μέρος της ευκρίνειας της εικόνας σε σχέση με την εικόνα που θα παράγονταν από έναν φακό με μια και μονή εστιακή απόσταση όπως ο φυσικός φακός του ματιού η ένας μονοεστιακος τεχνητός ενδοφακος. Εκτός από την μείωση της ευκρινείας οι πολυεστιακοι ενδοφακοι ενδέχεται να δημιουργούν συμπτώματα κατά την νυκτερινή οδήγηση (φωτοστέφανο γύρω από φωτεινές πηγές, μείωση διακριτικής ικανότητας σε συνθήκες χαμηλού φωτισμού). Πολλοί ασθενείς προσαρμόζονται σταδιακά σε αυτά τα φαινόμενα μέσα στους πρώτους μήνες μετά την επέμβαση, αλλά σε μερικές περιπτώσεις τα συμπτώματα αυτά μπορεί να ενοχλούν μακροπρόθεσμα και ενδέχεται να αποτελέσουν αίτια αλλαγής του πολυεστιακου με μονοεστιακο ενδοφακο. Προκειμένου να αποφευχθούν τα παραπάνω προβλήματα, έχουν γίνει προσπάθειες σχεδίασης προσαρμοστικών ενδοφακων που έχουν ένα εστιακό σημείο του οποίου η θέση μπορεί να μεταβάλλεται ανάλογα με την δράση του ακτινωτού μυ με αποτέλεσμα την εστίαση κοντινών αντικειμένων. Μέχρι σήμερα παρά τα ενθαρρυντικά σε μερικές περιπτώσεις αποτελέσματα οι φακοί αυτοί δεν έχουν καταφέρει να υποκαταστήσουν την φυσιολογική προσαρμογή και δεν έχουν τύχει ευρείας αποδοχής από την Οφθαλμολογική κοινότητα.
Μια άλλη τεχνική που μπορεί να παρακάμψει το πρόβλημα της μετεγχειρητικής πρεσβυωπίας μετά από επέμβαση καταρράκτη είναι ο υπολογισμός του ενός από τους δυο ενδοφακους (συνήθως αυτός που προορίζεται για τον μη επικρατή οφθαλμό) ώστε να αφήσει το ένα μάτι ελαφρώς μυωπικό. Το μάτι αυτό δίνει πολύ καλή κοντινή όραση. Το άλλο μάτι διορθώνεται για μακριά, και έτσι ο ασθενής μπορεί να έχει ταυτόχρονα πολύ καλή κοντινή και μακρινή εστίαση χωρίς να χρειάζεται να καταβάλλει προσπάθεια και χωρίς ενοχλήσεις από πολυεστιακους φακούς.
Αξίζει να σημειωθεί ότι με οποιονδήποτε τρόπο και αν αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της πρεσβυωπίας, η χρήση ΚΑΛΟΥ ΦΩΤΙΣΜΟΥ κατά την κοντινή εργασία, είναι απαραίτητη προκειμένου να επιτευχτεί βέλτιστη κοντινή όραση.
Παρά το ότι έχουν γίνει σημαντικές πρόοδοι στον τομέα μετεγχειρητικής εξάλειψης του φαινόμενου της πρεσβυωπίας, δεν υπάρχει ακόμα μακροπρόθεσμα αποτελεσματικός τρόπος αποκατάστασης φυσιολογικής κοντινής και μακρινής όρασης.