Παιδοοφθαλμολογία

Αντικείμενο της Οφθαλμολογίας παίδων είναι η φυσιολογική ανάπτυξη της όρασης και τυχών παθολογικές καταστάσεις που μπορεί να εμφανιστούν σε παιδιά από την γέννηση μέχρι τα πρώτη εφηβική ηλικία.

Η ομαλή ανάπτυξη της όρασης προϋποθέτει φυσιολογική ανατομική και λειτουργική ανάπτυξη των οφθαλμών αλλά και της περιοχής του εγκέφαλου που επεξεργάζεται την οπτική πληροφορία.

Η συνεχής μετάδοση ευκρινών εικόνων και από τα δυο μάτια στον εγκέφαλο κατά την διάρκεια των πρώτων μηνών της ζωής ενός βρέφους είναι άκρως απαραίτητη για την ανάπτυξη φυσιολογικής όρασης, καθώς η ικανότητα αυτή είναι επίκτητη και δεν υπάρχει έμφυτη από την γέννηση. Το οπτικό σύστημα ενός παιδιού, ακόμα και όταν έχει αναπτυχτεί σωστά μετά τους πρώτους μήνες της ζωής, παραμένει ευαίσθητο σε μετέπειτα διαταραχές των εικόνων που παρέχονται σε αυτό για τα επόμενα 5-6 χρόνια.

Στο διάστημα αυτό, ένα παιδί μπορεί να καταλήξει με μη αναστρέψιμη μείωση όρασης ακόμα και αν το αίτιο που την προκάλεσε διορθωθεί σε μετέπειτα ηλικία.

Η τακτική ιατρική παρακολούθηση ενός παιδιού από τον Παιδίατρο περιλαμβάνει και μια στοιχειώδη Οφθαλμολογική εξέταση, η όποια μπορεί να ανιχνεύσει τυχών ανωμαλίες και να οδηγήσει σε παραπομπή για πλήρη εκτίμηση από τον Παιδί- Οφθαλμίατρο σε οποιαδήποτε ηλικία.

Εφ όσον δεν υπάρχει ένδειξη παθολογίας από την στοιχειώδη αυτή εξέταση του Παιδίατρου, και επειδή υπάρχουν καταστάσεις που μπορεί να διαφύγουν από τον απλό έλεγχο, συνίσταται προληπτικά μια πλήρης Οφθαλμολογική εξέταση στην ηλικία των 3 ετών. Αν και αυτή είναι όντος φυσιολογικών ορίων, το παιδί παρακολουθείται στα επόμενα χρόνια από τον Παιδίατρο και αργότερα από τον γενικό οικογενειακό γιατρό σαν ενήλικας.

Φυσικά, οποιαδήποτε ένδειξη Οφθαλμολογικής διαταραχής που εμφανίζεται μετά την ηλικία των 3 ετών, όπως επίκτητος στραβισμός, δυσκολία στην όραση, οφθαλμικά τραύματα κτλ, οφείλει να διερευνηθεί από τον Οφθαλμίατρο.

Στραβισμός

Τι είναι στραβισμός

Είναι η κατάσταση στην όποια τα δυο μάτια δεν ευθειάζονται μεταξύ τους δηλαδή όταν το ένα κοιτάζει ίσια μπροστά, το άλλο δεν βρίσκεται στην ιδία κατεύθυνση.

box

Το φαινόμενο αυτό μπορεί να είναι μόνιμο η να εμφανίζεται περιστασιακά όταν για παράδειγμα ο ασθενής είναι κουρασμένος, έχει μειωμένη προσοχή κτλ.

Ο στραβισμός είναι σχετικά συχνός στα παιδιά όπου εμφανίζεται σε περίπου 4%, μπορεί όμως να εμφανιστεί και σε ενήλικες. Η συχνότητα του είναι η ιδία σε αγόρια και κορίτσια και πολλές φορές υπάρχει ιστορικό στραβισμού σε συγγενικό άτομο του πάσχοντος.

Πως γίνεται η φυσιολογική συνεργασία των ματιών

Σε φυσιολογικά άτομα και τα δυο μάτια κατευθύνονται στο ίδιο σημείο του χώρου και οι εικόνες που παρέχονται στον εγκέφαλο αν και ελαφρώς διαφορετικές μεταξύ τους ενσωματώνονται σε μια μοναδική τρισδιάστατη αντίληψη του αντικείμενου. Αυτή η τρισδιάστατη εικόνα δημιουργεί την αίσθηση του βάθους και ονομάζεται στερεοσκοπική όραση.

Όταν ένα από τα δυο μάτια κοιτάζει προς διαφορετική κατεύθυνση όπως συμβαίνει στον στραβισμό, ο εγκέφαλος λαμβάνει δυο πολύ διαφορετικές εικόνες και αδυνατεί να τις ταυτίσει. Στα παιδιά προκειμένου να αποφευχθεί η αντίληψη διπλού ειδώλου (διπλωπία), το ένα από τα δυο είδωλα που προέρχεται από το αποκλίνον μάτι αγνοείται. Ο ασθενής συνεχίζει να λειτούργει με έναν μόνο οφθαλμό, χάνοντας την αίσθηση του βάθους.

Αν ο στραβισμός εμφανιστεί για πρώτη φορά σε ενήλικο επειδή ο εγκέφαλος έχει χάσει την ικανότητα προσαρμογής στην νέα κατάσταση αυτή, εμφανίζεται το φαινόμενο της διπλωπίας, και η απόσταση μεταξύ των δυο ειδώλων είναι ανάλογη της απόκλισης του ενός ματιού από το άλλο.

Επιπτώσεις του στραβισμού στην ανάπτυξη της όρασης

Εκτός από το προφανές κοσμητικό μειονέκτημα με τις επακόλουθες ψυχολογικές συνέπειες για τον πάσχοντα, η ύπαρξη στραβισμού σε ένα παιδί συχνά ευθύνεται για την παθολογική ανάπτυξη της όρασης του.

Όπως εξηγείται στην παραπάνω παράγραφο, η ύπαρξη στραβισμού εμποδίζει την ανάπτυξη στερεοσκοπικής όρασης που ενδέχεται να είναι απαραίτητη για την εκτέλεση λεπτομερών χειρισμών σε κοντινές αποστάσεις.

Επίσης, αν το παιδί που πάσχει από στραβισμό χρησιμοποιεί πάντα το ένα μάτι για προσήλωση, το είδωλο από το άλλο μάτι αγνοείται, και αυτό μπορεί να οδηγήσει σε ελλιπή ανάπτυξη της περιοχής του εγκέφαλου που επεξεργάζεται την οπτική πληροφορία από αυτό. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται αμβλυωπία, και αν δεν θεραπεύει σε μικρή ηλικία οδηγεί σε μη αναστρέψιμη μείωση όρασης.

Η διάγνωση αμβλυωπίας είναι σημαντική σε κάθε ασθενή με στραβισμό, καθώς η θεραπεία της με κλείσιμο του επικρατούς ματιού οφείλει να γίνεται το γρηγορότερο δυνατό και συνήθως προηγείται της θεραπείας του στραβισμού.

Τι προκαλεί τον στραβισμό

Η αιτιολογία του στραβισμού δεν είναι πλήρως διευκρινισμένη. Η θέση όπως και η κινητικότητα των ματιών καθορίζεται από την δράση 6 μυών που πρέπει να λειτουργούν σε ισορροπία μεταξύ τους και σε σχέση με τους μύες του άλλου ματιού προκειμένου να εξασφαλίζεται ευθυγράμμιση των ματιών στις διαφορές βλεμματικές θέσεις.

Η δραστηριότητα των μυών αυτών ελέγχεται υποσυνείδητα από τον εγκέφαλο, και εσφαλμένος εγκεφαλικός έλεγχος θεωρείται ότι οδηγεί σε στραβισμό.

Στραβισμός μπορεί επίσης να εμφανιστεί σαν σύνοδο εύρημα καταστάσεων που σχετίζονται με εγκεφαλική βλάβη όπως υδροκέφαλος, εγκεφαλικά ισχαιμικά επεισόδια, όγκοι, τραύμα κτλ αλλά και από τραύμα των μυών στην περιοχή του ματιού.

Πως γίνεται η διάγνωση στραβισμού

Το φαινόμενο αυτό συνήθως είναι εμφανές στους γονείς του πάσχοντος, που ζητούν ιατρική συμβουλή. Σπανιότερα σε περιπτώσεις μικρής η διαλείπουσας απόκλισης των ματιών, ο στραβισμός διαγιγνώσκεται μόνο μετά από λεπτομερή Οφθαλμολογική εξέταση.

Σε κάθε περίπτωση, λόγο της σημασίας έγκαιρης αντιμετώπισης του παιδιατρικού στραβισμού, συνίσταται η προληπτική εξέταση όλων των παιδιών στην ηλικία των 3 ετών. Σε περίπτωση που υπάρχει οικογενειακό ιστορικό στραβισμού η άλλου Οφθαλμολογικού προβλήματος, η αν διαπιστωθεί στραβισμός από τους γονείς, το παιδί πρέπει να εξετάζεται χωρίς καθυστέρηση σε οποιαδήποτε ηλικία.

Τι είναι ο Ψευδοστραβισμός

Συχνά τα μάτια νεογέννητων και βρεφών μπορεί να φαίνεται σαν να συγκλίνουν μεταξύ τους λόγο του ότι η ανάπτυξη της βάσης της μύτης δεν έχει ολοκληρωθεί με αποτέλεσμα μια πτυχή δέρματος να καλύπτει μεγάλο μέρος της λευκής περιοχής των ματιών στην εσωτερική γωνία των βλεφάρων. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα οι ίριδες (το έγχρωμο μέρος των ματιών) να φαίνονται ασυνήθιστα κοντά μεταξύ τους και να δίνουν την εντύπωση συγκλίνοντος στραβισμού.

Το φαινόμενο αυτό διαφοροποιείται από τον αληθή στραβισμό με Οφθαλμολογική εξέταση και εξαφανίζεται σταδιακά καθώς με την ανάπτυξη της βάσης της μύτης αποκαλύπτεται μεγαλύτερο μέρος του λευκού των ματιών εσωτερικά.

Πως θεραπεύεται ο στραβισμός

Υπάρχουν πολλές κατηγορίες στραβισμού, και η θεραπεία του εξαρτάται από την αιτιολογία κάθε περίπτωσης.

Σε μερικές περιπτώσεις η χρήση γυαλιών διορθώνει ολόκληρο η μέρος του στραβισμού, συχνά όμως είναι αναγκαία η ευθυγράμμιση των ματιών με χειρουργική επέμβαση.

Συνήθεις κατηγορίες στραβισμού

1) Συγγενής εσωτροπία: εμφανίζεται στους πρώτους 6 μήνες της ζωής και πρέπει να διορθώνεται με χειρουργική επέμβαση πριν την συμπλήρωση του δευτέρου έτους προκειμένου να μεγιστοποιηθούν οι πιθανότητες ανάπτυξης διόφθαλμης συνεργασίας.

2) Προσαρμοστική εσωτροπία: ο δεύτερος σε συχνότητα τύπος στραβισμού, εμφανίζεται συνήθως σε παιδιά άνω των 2 ετών και οφείλεται στην ύπαρξη της διαθλαστικής κατάστασης που ονομάζεται υπερμετρωπία. Το παιδί προκειμένου να δει καθαρά στην υπερμετρωπία, πρέπει να καταβάλει προσπάθεια όμοια με αυτήν που καταβάλουμε όταν προσπαθούμε να διαβάσουμε κάτι πολύ κοντά στα μάτια μας. Η προσπάθεια αυτή όμως επιφέρει και μεγάλου βαθμού σύγκλιση των ματιών και μπορεί να οδηγήσει σε στραβισμό. Το είδος αυτό του στραβισμού συχνά συνοδεύεται από αμβλυωπία και η θεραπεία επιτυγχάνεται κατά κύριο λόγο με γυαλιά, χρησιμοποιώντας την χειρουργική επέμβαση σαν συμπληρωματικό μέτρο αν τα γυαλιά δεν διορθώνουν το πρόβλημα πλήρως.

3) Εξωτροπία: αρκετά συχνή κατάσταση όπου τα μάτια αποκλίνουν μεταξύ τους. Εμφανίζεται συνήθως σε παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας η ενήλικες και στα αρχικά στάδια μπορεί να έχει διαλείπον χαρακτήρα όταν ο ασθενής προσηλώνει το βλέμμα σε μακρινά αντικείμενα η είναι κουρασμένος η έχει μειωμένη την προσοχή του. Η θεραπεία και σε αυτήν την περίπτωση είναι συνήθως χειρουργική.

Πως γίνεται το χειρουργείο στραβισμού

Μια επέμβαση στραβισμού γίνεται στο ένα η και τα δυο μάτια ταυτόχρονα αναλόγως την διάγνωση η συνοδών παραγόντων πχ μειωμένη όραση στο ένα μόνο μάτι, που συνήθως χειρουργείται κατά προτίμηση για να ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα επιπλοκής στο υγείες μάτι.

Κατά την επέμβαση αυτή, μετατοπίζεται η θέση πρόσφυσης ενός η περισσότερων μυών προκειμένου να επιτευθει διόρθωση της θέσης του οφθαλμού. Αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμα και αν ο στραβισμός εμφανίζεται μόνο σε ένα μάτι, σαν παθολογία αφορά πάντα και τα δυο, καθώς ουσιαστικά πρόκειται για παθολογική θέση ενός ματιού σε σχέση με το άλλο. Έτσι η χειρουργική επέμβαση μπορεί να γίνεται στο αποκλίνον, στο ίσιο η και τα δυο μάτια.

Ποια η πιθανότητα επιτυχίας

Η πιθανότητα επίτευξης ικανοποιητικού αποτελέσματος από μια επέμβαση στραβισμού είναι περίπου 80%, ενώ σε 20% των περιπτώσεων μπορεί να χρειαστεί διορθωτική επέμβαση βραχύ η μακροπρόθεσμα, σε περίπτωση που δεν διορθωθεί πλήρως ένας στραβισμός η εμφανιστεί ξανά το πρόβλημα μετά από μια περίοδο ικανοποιητικής θέσης των ματιών.

Η περίοδος ανάρρωσης μετά από επέμβαση στραβισμού είναι 2-3 ημέρες και ο ασθενής μπορεί να επιστρέψει στις καθημερινές του δραστηριότητες μετά χωρίς περιορισμούς.

Η πιθανότητα απώλειας όρασης μετά από τέτοιες επεμβάσεις αν και υπαρκτή, είναι εξαιρετικά μικρή (1 σε πολλές χιλιάδες περιστατικά) και μπορεί να συμβεί μετά από λοίμωξη στο εσωτερικό του ματιού.

Μετά από την επέμβαση στραβισμού θα χρειαστεί να χρησιμοποιώ γυαλιά;

Ακόμα και μετά από απόλυτα επιτυχή επέμβαση στραβισμού, ένα παιδί μπορεί να χρειάζεται να χρησιμοποιεί και να συνεχίσει κλείσιμο ενός ματιού αν κριθεί σκόπιμο για την διόρθωση τυχόν συνυπάρχουσας αμβλυωπίας.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε χειρουργείο στραβισμού χρήζουν τακτικής παρακολούθησης από τον θεράποντα Παιδο-Οφθαλμίατρο.

Αμβλυωπία

Αμβλυωπία είναι η κατάσταση στην οποία ένας οφθαλμός δεν έχει αναπτύξει φυσιολογική όραση κατά την παιδική ηλικία. Πολλές φορές αναφέρεται και σαν «τεμπέλικο μάτι».

Συνήθως μόνο το ένα από τα δυο μάτια πάσχει από αμβλυωπία και το άλλο αναπτύσσει φυσιολογική όραση ενώ σπάνια η κατάσταση μπορεί να υπάρχει αμφοτεροπλευρα.

Η αμβλυωπία είναι αρκετά συχνή, εμφανιζόμενη περίπου σε 2-3% του γενικού πληθυσμού και θεραπεύεται αποτελεσματικά μέχρι την ηλικία 6-8 ετών.

Πως αναπτύσσεται η όραση στον άνθρωπο

Ένα νεογέννητο μπορεί να βλέπει αλλά η ευκρίνεια της όρασης του σταδιακά βελτιώνεται καθώς αναπτύσσεται η ικανότητα του εγκεφάλου του να επεξεργάζεται τις οπτικές πληροφορίες κατά τους πρώτους μήνες μετά τη γέννηση. Η διαδικασία αυτή ολοκληρώνεται στα πρώτα έτη της παιδικής ηλικίας.

Αν σε ένα νήπιο δεν εστιάζουν ένα η και τα δυο μάτια, οι περιοχές του εγκεφάλου που επεξεργάζονται την οπτική πληροφορία δεν αναπτύσσονται φυσιολογικά με αποτέλεσμα μειωμένη διακριτική ικανότητα. Δεδομένου ότι το οπτικό σύστημα ενός παιδιού σταθεροποιείται μέχρι το 9ο έτος της ηλικίας του, οποιαδήποτε διόρθωση της παραπάνω κατάστασης πρέπει να γίνεται μέσα σε αυτό το χρονικό όριο, όσο ενωρίτερα τόσο καλυτέρα. Μετέπειτα βελτιώσεις της ικανότητας του εγκεφάλου να αξιοποιεί οπτικές πληροφορίες είναι δύσκολες η αδύνατες.

Φυσιολογική όραση και από τα δυο μάτια είναι απαραίτητη για ομαλή αντίληψη του χώρου και αποτελεί κριτήριο επιλογής σε ορισμένα επαγγέλματα. Άτομα με αμβλυωπία σε ένα μάτι έχουν διπλάσιο κίνδυνο απώλειας όρασης και από το υγείες μάτι από τραυματισμό. Είναι λοιπόν εξαιρετικά σημαντικό η αμβλυωπία να θεραπεύεται νωρίς ώστε σε περίπτωση απώλειας όρασης από το ένα μάτι, το άτομο να διατηρεί ένα φυσιολογικό επίπεδο ζωής.

Πότε πρέπει να ελέγχεται η όραση στα παιδιά

Συνίσταται έλεγχος από τον Παιδίατρο η τον Οφθαλμίατρο προληπτικά πριν το 4ο έτος της ζωής. Οι περισσότεροι Παιδίατροι ελέγχουν την όραση σαν μέρος του προληπτικού έλεγχου στα παιδιά. Σε περίπτωση που διαπιστώσουν κάποιο πρόβλημα παραπέμπουν στον Παιδο-Οφθαλμίατρο.

Αν υπάρχει οικογενειακό ιστορικό στραβισμού, παιδιατρικού καταρράκτη η άλλης σοβαρής νόσου, ο έλεγχος οφείλει να γίνεται από τον Οφθαλμίατρο ακόμα και σε βρεφική ηλικία.

Πως δημιουργείται η αμβλυωπία

Οποιοσδήποτε παράγοντας εμποδίζει την φυσιολογική χρήση ενός ματιού μπορεί να οδηγήσει σε αμβλυωπία που είναι σοβαρότερη όσο μικρότερη είναι η ηλικία του ασθενούς. Υπάρχουν 3 κύριες κατηγορίες οφθαλμολογικών καταστάσεων που προκαλούν αμβλυωπία.

1) Στραβισμός. Ένα μάτι που δεν ευθειάζεται σωστά έχει την τάση να αγνοείται από τον εγκέφαλο για την αποφυγή διπλωπίας (αντίληψης διπλού ειδώλου) και δεν αναπτύσσει φυσιολογική όραση.

2) Ασύμμετρες η μονόπλευρες διαθλαστικές ανωμαλίες. Διαθλαστικά προβλήματα (μυωπία, υπερμετρωπία, αστιγματισμός) είναι καταστάσεις που ένα κατά τα αλλά φυσιολογικό μάτι δεν έχει καθαρή εικόνα λόγο κακής εστίασης. Όταν υπάρχει ασυμμετρία διαθλαστικού λάθους που δίνει πλεονέκτημα εστίασης στο ένα μάτι, έχει σαν αποτέλεσμα το μάτι με την ευκρινέστερη εικόνα να αναπτύσσει καλή όραση ενώ το άλλο να μένει «πίσω». Το πρόβλημα αυτό μένει συχνά αδιάγνωστο, καθώς το παιδί συμπεριφέρεται σαν να μην έχει συμπτώματα και τα μάτια του φαίνονται φυσιολογικά στους άλλους. Σπανιότερα, όταν υπάρχει μεγάλου βαθμού διαθλαστική ανωμαλία και στα δυο μάτια, αναπτύσσεται αμβλυωπία αμφοτεροπλευρα. Μόνο μετά από Οφθαλμολογική εξέταση μπορεί να διαγνωστεί έγκαιρα η διαταραχή.

3) Θολερότητα οπτικών μέσων. Κάθε θόλωση των φυσιολογικά διαυγών ιστών ενός ματιού, όπως για παράδειγμα θόλωση του φακού στον καταρράκτη, οδηγεί σε πολύ σημαντική αμβλυωπία, που κατά κανόνα είναι σοβαρότερη από αυτήν που δημιουργείται από αλλά αίτια.

Πως γίνεται η διάγνωση της αμβλυωπίας

Συχνά το πρόβλημα αυτό παραμένει αδιάγνωστο διότι αν δεν συνυπάρχει στραβισμός, το παιδί συμπεριφέρεται σαν να μην είχε δυσκολία στην όραση και οι γονείς δεν υποψιάζονται ότι υπάρχει παθολογία καθώς τα μάτια φαίνονται φυσιολογικά.

Επίσης, καθώς ένα παιδί σε μικρή ηλικία δεν είναι σε θέση να διαβάσει η ακόμα και να αναγνωρίσει εικόνες, χρειάζεται αρκετή εμπειρία από τον Οφθαλμίατρο για να εκτιμήσει την όραση του. Σε βρέφη, παρατηρείται το γενικότερο επίπεδο οπτικού ενδιαφέροντος και της συμπεριφοράς κατά την διάρκεια αποκλεισμού του κάθε ματιού.

Ακολούθως ο Οφθαλμίατρος ελέγχει την ανατομική και διαθλαστική κατάσταση κάθε ματιού, για την ανεύρεση προδιαθεσικων παραγόντων αμβλυωπίας.

Πως θεραπεύεται η αμβλυωπία

Υπάρχουν 2 βασικά βήματα για την αντιμετώπιση της κατάστασης αυτής:

1) Θεραπεία του παράγοντα που οδήγησε το αμβλυωπικό μάτι σε μειονεκτική θέση (σε σχέση με το άλλο). Αυτό για παράδειγμα γίνεται με διόρθωση του διαθλαστικού λάθους με γυαλιά, του στραβισμού με εγχείρηση η της θόλωσης των οπτικών μέσων ενός ματιού χειρουργικά η φαρμακευτικά.

2) Εμποδίζοντας την χρήση του ισχυρού (επικρατούντος) οφθαλμού κλείνοντας το με ένα αυτοκόλλητο επίθεμα κάποιες ώρες την ημέρα η θολώνοντας την όραση του με χρήση φαρμάκων ώστε να αναγκάσουμε τον εγκέφαλο να χρησιμοποιήσει το «τεμπέλικο» μάτι και να αποκαταστήσει τις περιοχές επεξεργασίας των οπτικών ερεθισμάτων που προέρχονται από αυτό, δηλαδή την όραση του. Ο χρόνος αποκλεισμού του καλού ματιού και η διάρκεια της θεραπείας εξατομικεύονται ανάλογα με την ηλικία του παιδιού και την σοβαρότητα της αμβλυωπίας.

Γιατί είναι σημαντικό να θεραπεύεται η αμβλυωπία

Χωρίς έγκαιρη θεραπεία ένα αμβλυωπικό μάτι αναπτύσσει μόνιμο και σοβαρό πρόβλημα όρασης. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την μείωση της αντίληψης του βάθους που εξαρτάται από την καλή συνεργασία μεταξύ των δυο ματιών. Επίσης αν για κάποιο λόγο το καλό μάτι χάσει όραση πχ από τραυματισμό, ο ασθενής θα πρέπει να ζήσει με μειωμένη όραση για το υπόλοιπο της ζωής του.

Ο Οφθαλμίατρος σας θα σας δώσει λεπτομερείς οδηγίες στο πώς να αντιμετωπίσετε επιτυχώς αυτήν την κατάσταση αλλά ο κυριότερος παράγοντας επιτυχίας είναι η πιστή εφαρμογή της θεραπείας από τους γονείς.

Ένα παιδί αντιδρά πάντα στην κάλυψη του καλού του ματιού, τουλάχιστον στα αρχικά στάδια της θεραπείας. Η αντίδραση αυτή μειώνεται όσο οι γονείς εμφανίζουν αποφασιστική στάση και επιμείνουν στην συνέχιση του αποκλεισμού και όσο, με την πάροδο των πρώτων ημερών, η όραση από το αμβλυωπικό αυξάνεται οπότε το παιδί μπορεί να ανακτήσει όλες του τις δραστηριότητες.

Η θεραπεία έχει πάντα επιτυχία;

Στην πλειονότητα των περιπτώσεων αν εφαρμοστεί σωστά η θεραπεία επιτυγχάνεται τουλάχιστον σημαντική βελτίωση όρασης. Αναλόγως της ηλικίας του παιδιού (όσο μεγαλύτερη τόσο πιο δύσκολη η αποκατάσταση) η της συνύπαρξης άλλων οφθαλμικών καταστάσεων που περιορίζουν το δυναμικό του αμβλυωπικού ματιού.

Η ολοκλήρωση της θεραπείας γίνεται είτε όταν η όραση του αμβλυωπικού ματιού εξισωθεί με αυτήν του επικρατούς, είτε όταν το αμβλυωπικό μάτι φτάσει σε ένα μέγιστο επίπεδο όρασης και δεν ανταποκρίνεται πλέον.

Σε αυτό το στάδιο ο Οφθαλμίατρος μπορεί να διακόψει τελείως την θεραπεία η να συστήσει μια πιο παρατεταμένη περίοδο θεραπείας συντήρησης όπου το καλό μάτι κλείνεται για μικρά χρονικά διαστήματα κάθε μέρα, μέχρι να σταθεροποιηθεί η όραση του.

Σε καμία περίπτωση όμως δεν πρέπει να διακόπτεται η να τροποποιείται η θεραπεία χωρίς την γνώση του θεράποντα και χωρίς κατάλληλη παρακολούθηση του παιδιού.

Σύνοψη

Η αμβλυωπία είναι μια αρκετά συχνή αίτια μείωσης όρασης στα παιδιά που κατά κανόνα μπορεί να αποκατασταθεί με θεαματικά αποτελέσματα, μετά από πρώιμη διάγνωση και θεραπεία. Η καλή συνεργασία των γονιών με το θεραπευτικό σχήμα είναι ο κυριότερος παράγοντας που θα κρίνει το αποτέλεσμα.

Η επιμονή και το ενδιαφέρον των γονιών μπορεί να κάνουν θαύματα!